Πυληγόροι

Πυληγόροι
Πυληγόρος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”